Η εισαγωγή των
πρωταθλητών (ή αλλιώς των αθλητών με διακρίσεις), με
ευνοϊκούς όρους στα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα της χώρας, έπρεπε να γίνει ζήτημα δικαιοσύνης και του ΣτΕ για να γίνει πασιφανές ότι η σημερινή ελληνική κοινωνία δεν ενδιαφέρεται για τον υψηλό αθλητισμό και έχει αποσύρει τη στήριξή της σε όσους συνεχίζουν να υπηρετούν το αρχαίο πνεύμα το αθάνατο και κατά σύμπτωση ελληνικό. Φυσικά δεν αφορά το σύνολό της κοινωνίας αλλά πλέον έχει αλλοιωθεί το φρόνημά της, το πολιτιστικό DNA της και έχει δώσει χώρο σε όσους εκφράζουν την άρνησή τους στον πρωταθλητισμό.
ευνοϊκούς όρους στα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα της χώρας, έπρεπε να γίνει ζήτημα δικαιοσύνης και του ΣτΕ για να γίνει πασιφανές ότι η σημερινή ελληνική κοινωνία δεν ενδιαφέρεται για τον υψηλό αθλητισμό και έχει αποσύρει τη στήριξή της σε όσους συνεχίζουν να υπηρετούν το αρχαίο πνεύμα το αθάνατο και κατά σύμπτωση ελληνικό. Φυσικά δεν αφορά το σύνολό της κοινωνίας αλλά πλέον έχει αλλοιωθεί το φρόνημά της, το πολιτιστικό DNA της και έχει δώσει χώρο σε όσους εκφράζουν την άρνησή τους στον πρωταθλητισμό.
Είναι κάτι μοναδικό και μαζί
τραγικό οι φυσικοί κληρονόμοι του
ολυμπιακού πνεύματος να αποποιούμαστε την πολιτιστική μας κληρονομιά, ενώ χώρες που βρίσκονται στην άλλη άκρη
του κόσμου όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες να δίνουν όχι μόνο ακαδημαϊκές αλλά και αθλητικές
υποτροφίες στους φοιτητές τους, για να έχουν στα πανεπιστήμιά τους τους καλύτερους αθλητές.
Αποδεχόμενοι λοιπόν αυτή την
πραγματικότητα και αφού δεν είναι προτεραιότητα της πολιτείας ο υψηλός
αθλητισμός τότε, «δίκαια» πρέπει να καταργηθεί κάθε ευνοϊκή ρύθμιση.
Ωστόσο
πρέπει να αποκατασταθεί πριν μία παρεξήγηση. Οι αθλητές με διακρίσεις δεν
παίρνουν τις θέσεις που έχουν προκαθοριστεί
για κάθε σχολή να αντληθούν από τη δεξαμενή των επιτυχόντων στις πανελλαδικές
εξετάσεις. Δεν συγκρίνονται οι βαθμολογίες τους. Έχουν απλά το δικαίωμα-προνόμιο
να μετέχουν παράλληλα σ’ έναν άλλο
πανελλαδικό διαγωνισμό και διεκδικούν ελάχιστες προκαθορισμένες θέσεις, προορισμένες μόνο για αθλητές με διακρίσεις και σ’ αυτόν τον διαγωνισμό και μόνο μετράει η
επαυξημένη (ανάλογα με το μέγεθος της διάκρισης) βαθμολογία τους, η οποία για τις
περιζήτητες σχολές αξίζει να σημειωθεί, είναι και χωρίς την πριμοδότηση εκ των
πραγμάτων πολύ υψηλή.
Η Πολιτεία λοιπόν βάσει του
Συντάγματος για λόγους δημοσίου συμφέροντος, μεριμνούσε για την ανάπτυξη του
αθλητισμού παρέχοντας κίνητρα στους αθλητές όπως η εισαγωγή τους στα τμήματα και τις Σχολές των Α.Ε.Ι. και
Τ.Ε.Ι σε συνδυασμό με τη συνταγματική
αρχή της αναλογικότητας μέτρου και σκοπού, εφόσον μάλιστα με την πρόνοια αυτή δεν θιγόταν ο αριθμός των κανονικώς
εισακτέων.
Καθήκον και μέριμνα της πολιτείας
ήταν να καθορίσει και να διασφαλίσει αφενός την ακαδημαϊκή επάρκεια των
διακριθέντων αθλητών και αφετέρου τον αριθμό των φοιτητών που μπορεί να
εκπαιδεύσει κάθε σχολή, με γνώμονα πάντα το συμφέρον της κοινωνίας και τα επιθυμητά ποιοτικά
χαρακτηριστικά της.
Με αυτόν τον γνώμονα γίνεται ούτως ή άλλως και η ρύθμιση του
πλαισίου υποστήριξης άλλων κατηγοριών, όπως οι πάσχοντες από βαριές ασθένειες, οι θρησκευτικές
μειονότητες, οι μετανάστες, οι παλιννοστούντες
κλπ .
Σε μια κοινωνία όμως που δεν έχει κοινούς, σαφείς
και στέρεους στόχους, η αμφισβήτηση των μέσων για την επίτευξή τους
είναι μια διαδικασία συζήτησης με κωμικά χαρακτηριστικά, αφού εκ των πραγμάτων
τα επιχειρήματα από κάθε πλευρά έχουν διαφορετική βάση και προσανατολισμό.
Επιδιώκοντας ως πολιτικά
όντα, να εφαρμόσουμε στην καθημερινότητά μας τις έννοιες δικαιοσύνη, ισότητα,
αξιοκρατία, πολλές φορές επιτυγχάνουμε το αντίθετο προς το σκοπό αυτό
αποτέλεσμα, αφού ο ορισμός των αξιών αυτών άλλοτε συρρικνώνεται και άλλοτε
διαστέλλεται κατά το δοκούν, τόσο από
άτομα, όσο και από συλλογικότητες θεσμοθετημένες ή μη.
Κατά τον
Αριστοτέλη οι άνθρωποι «δια κέρδος γαρ
και δια τιμήν παροξύνονται προς αλλήλους, ουχ ίνα κτήσονται σφίσιν αυτοίς… αλλ’
ετέρους ορώντες τους μεν δικαίως τους δε αδίκως πλεονεκτούντας τούτων».
Η δικαιοσύνη ως αρχή ρυθμιστική των ανθρωπίνων σχέσεων και θεσμός,
(ως αρετή είναι αδύνατο να οριστεί), είναι ένα σύστημα εξισορρόπησης των
διαφόρων φυσικών, οικονομικών, ηθικών,
φιλοσοφικών δυνάμεων και άρα εξαρτώμενο
από το εκάστοτε κοινό περί δικαίου αίσθημα και τις πολιτικές στοχεύσεις. Έχει δε «κηδεμόνες» της την ισότητα και την αξιοκρατία.
Η ισότητα και η αξιοκρατία όταν δεν αναιρεί η
μία την άλλη εξιδανικεύουν την έννοια της δικαιοσύνης. Όμως η πραγματικότητα
της ζωής διαψεύδει κάθε εξιδανίκευση. Δεν μπορεί να υπάρχει ισότητα όταν κάθε άνθρωπος
ξεκινάει από διαφορετική αφετηρία από άποψη φυσικών προσόντων, συνθηκών
περιβάλλοντος, οικονομικών δυνατοτήτων κ.λπ., (αντισυνταγματικό; Καμμιά νομική μάχη γι’ αυτές τις ανισότητες ).
Και πώς μπορεί να υπάρχει αξιοκρατία όταν τα μέτρα και τα σταθμά των αξιών είναι
διαφορετικά από άνθρωπο σε άνθρωπο από κοινωνία σε κοινωνία κι από εποχή σε
εποχή;
Η κοινωνία μας μοιάζει με τον
αμπελώνα της παραβολής (Ματθ.κεφ.20) Εμείς τα μέλη της είμαστε οι εργάτες του
αμπελώνος. Φαινομενικά δεν προσφέρουμε τα ίδια για την καλλιέργεια και την ανάπτυξή
της. Όσο όμως αξιώνουμε να καρπωθούμε το αναλογούν μερίδιο από τα οφέλη της κοινωνικής ζωής,
τόσο παλινδρομούμε σαν το Σίσυφο από τα τάρταρα της αδικίας ως
την κορυφή της δικαιοσύνης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου